Προεμφυτευτική Γενετική Διάγνωση – PGD
Η προεμφυτευτική γενετική διάγνωση (Pre-Genetic Diagnosis, PGD) είναι μια διαδικασία κατά την οποία είναι εφικτή η ανίχνευση ορισμένων χρωμοσωματικών ανωμαλιών ή η ανίχνευση γενετικού νοσήματος σε ένα κύτταρο του γονιμοποιημένου ωαρίου πριν από την εμφύτευση στη μήτρα.
Η προγεννητική διάγνωση μας δίνει τη δυνατότητα ανίχνευσης κληρονομικών γενετικών ασθενειών στο τέλος του πρώτου ή στην αρχή του δεύτερου τριμήνου της εγκυμοσύνης, με βιοψία χοριονικών λαχνών ή με αμνιοκέντηση. Αν διαπιστώσουμε ότι το έμβρυο πάσχει από κάποια ασθένεια, το ζευγάρι βρίσκεται αντιμέτωπο με το δίλημμα διακοπής της εγκυμοσύνης. Δυστυχώς, πολλά ζευγάρια-φορείς μίας γενετικής νόσου καταλήγουν σε επαναλαμβανόμενες διακοπές εγκυμοσύνης, με πολύ σημαντικό οργανικό και ψυχολογικό κόστος.
Μια εναλλακτική λύση στην προγεννητική διάγνωση είναι η ανίχνευση του γενοτύπου των εμβρύων πριν ακόμα ξεκινήσει η εγκυμοσύνη. Αυτό είναι δυνατό όταν, μετά από εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF), γίνει η διάγνωση των παθολογικών και φυσιολογικών εμβρύων, στο διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ ωοληψίας και εμβρυομεταφοράς. Έτσι, μόνο τα έμβρυα τα οποία είναι φυσιολογικά, θα μεταφερθούν για εμφύτευση στη μητέρα και η εγκυμοσύνη μπορεί να αρχίσει χωρίς την ανησυχία για μια πιθανή διακοπή της κύησης μετά από μία βεβαρημένη διάγνωση. H όλη διαδικασία είναι σήμερα εφικτή λόγω της εξέλιξης τριών διαφορετικών τομέων της βιοτεχνολογίας: την εξωσωματική γονιμοποίηση, την εμβρυολογία και τη γενετική διάγνωση. Η πρώτη εφαρμογή PGD στην κλινική πράξη έγινε το 1990 από την ομάδα του Handyside, στο νοσοκομείο του Hammersmith στο Λονδίνο, για την επιλογή φύλου σε ένα ζευγάρι που αντιμετώπιζε τον κίνδυνο να μεταβιβάσει στους απογόνους του φυλοσύνδετο νόσημα.
Σε ποιές περιπτώσεις ενδείκνυται η προεμφυτευτική γενετική διάγνωση;
Συνήθως, τα ζευγάρια που έχουν ανάγκη αυτές τις τεχνικές ΔΕΝ είναι υπογόνιμα. Στην πραγματικότητα, στις περισσότερες περιπτώσεις, υπάρχει οικογενειακό ιστορικό της πάθησης και οι γονείς επιδιώκουν τη δυνατότητα να μειώσουν τον κίνδυνο του να αποκτήσουν ένα παιδί με πιθανά προβλήματα υγείας ή ακόμα και πρώιμο θάνατο. Για ένα ζευγάρι που αναζητά θεραπεία γονιμότητας και μπροστά στον κίνδυνο να μεταφέρει μια κατάσταση στον απόγονό του, το PGD μπορεί να προσφέρει μια επιλογή αποφυγής του κινδύνου αυτού.
Περισσότερο από το 50% των εμβρύων από γυναίκες 35 με 40 χρονών παρουσιάζουν χρωμοσωμικές ανωμαλίες. Το ποσοστό αυτό αυξάνεται πολύ (>80%) όταν η γυναίκα έχει περάσει την ηλικία των 40. Επιπλέον, ειδικοί πιστεύουν πως η ανευπλοειδία είναι κύρια αιτία (ισχύει σε περισσότερες από τις μισές περιπτώσεις) επαναλαμβανόμενων αποβολών σε γυναίκες άνω των 35 ετών. Η προεμφυτευτική γενετική διάγνωση μπορεί να βοηθήσει την αποφυγή μεταφοράς παθολογικών εμβρύων σε περιπτώσεις όπου η μητέρα είναι προχωρημένης ηλικίας, ή όταν το ζευγάρι έχει ιστορικό πολλαπλών διακοπών κυήσεων μετά από προγεννητική διάγνωση με παθολογικό αποτέλεσμα.
Η προεμφυτευτική διάγνωση επίσης ενδείκνυται στις περιπτώσεις που ένας από τους δύο μέλλοντες γονείς είναι φορέας χρωμοσωματικής ανωμαλίας (συχνή αιτία υπογονιμότητας ή καθ’έξιν αποβολών) ή ο ένας ή και οι δύο γονείς είναι φορείς γενετικού νοσήματος, πχ μεσογειακής αναιμίας, αιμορροφιλίας, οικογενειακού καρκίνου του παχέος εντέρου κλπ.
Ποιές παθήσεις μπορεί να ανιχνεύσει;
Η PGD εφαρμόζεται σήμερα τόσο για την αποφυγή χρωμοσωμικών ανωμαλιών (ανευπλοειδίες, χρωμοσωμικές μεταθέσεις, ελλείμματα, αναστροφές) όσο και μονογονιδιακών νοσημάτων (φυλοσύνδετα, αυτοσωματικά υπολειπόμενα, αυτοσωματικά επικρατητικά, μιτοχονδριακά).
Στη λίστα που ακολουθεί παρουσιάζεται ένας ενδεικτικός κατάλογος γενετικών νοσημάτων και χρωμοσωμικών ανωμαλιών για τις οποίες παρέχεται προεμφυτευτική γενετική διάγνωση:
Πώς γίνεται η διαδικασία;
Το PGD χρησιμοποιεί την εξωσωματική γονιμοποίηση, όπου πολλαπλά ωάρια ωριμάζουν και ανακτώνται. Τα ωάρια στη συνέχεια γονιμοποιούνται με ένα και μόνο σπερματοζωάριο (ICSI) και τα τελικά έμβρυα «καλλιεργούνται» μέχρι το στάδιο των 6-8 κυττάρων (3η ημέρα της ανάπτυξης του εμβρύου). Σε αυτό το σημείο, γίνεται βιοψία στο έμβρυο με την λήψη 1-2 κυττάρων. Η διαδικασία αυτή δεν βλάπτει τα κύτταρα που παραμένουν στο εσωτερικό των γονιμοποιημένων ωαρίων. Τα κύτταρα απομονώνονται και αξιολογούνται για τη συγκεκριμένη γενετική κατάσταση – ασθένεια που ερευνάται. Στην περίπτωση φυλοσύνδετων νοσημάτων μπορεί να γίνει επιλογή φύλου.
Η λήψη ενός κυττάρου από κάθε έμβρυο γίνεται από εξειδικευμένο εμβρυολόγο και η γενετική ανάλυση γίνεται από εξειδικευμένο γενετιστή. Αποτελέσματα από τη γενετική ανάλυση δίδονται σε περίπου 24 ώρες. Βάσει των αποτελεσμάτων αυτών, τοποθετούνται στη μήτρα μόνο εκείνα τα έμβρυα τα οποία έχουν φυσιολογικό αριθμό χρωμοσωμάτων ή δεν φέρουν το συγκεκριμένο νόσημα της οικογένειας. Επομένως, με την προεμφυτευτική γενετική διάγνωση μειώνεται ο κίνδυνος σύλληψης παθολογικών εμβρύων σε εκείνες τις οικογένειες όπου ο κίνδυνος είναι υψηλός. Από μελέτες φαίνεται ότι το ποσοστό των παθολογικών κυήσεων μετά από προεμφυτευτική διάγνωση μειώνεται κατά πέντε φορές. Στις οικογένειες υψηλού κινδύνου λόγω βεβαρημένου οικογενειακού ιστορικού, απαραίτητος είναι ο σχεδιασμός ειδικού πρωτοκόλλου για κάθε νόσημα και για κάθε οικογένεια ξεχωριστά, οπότε αυτό πρέπει να γίνει τουλάχιστον 1-2 μήνες πριν από την εξωσωματική και προεμφυτευτική γενετική διάγνωση.
Πώς γίνεται η γενετική διάγνωση;
H γενετική ανάλυση πρέπει να εξασφαλίσει αξιόπιστη διάγνωση σε ελάχιστη ποσότητα DNA και σε περιορισμένο χρονικό διάστημα (έως και ένα εικοσιτετράωρο), ώστε η εμβρυομεταφορά να γίνει έγκαιρα, χωρίς να υπάρχουν επιπτώσεις στην ποιότητα και βιωσιμότητα του εμβρύου από παρατεταμένη εξωμήτρια παραμονή. Διαφορετικές μεθοδολογίες χρησιμοποιούνται στην PGD για χρωμοσωμικές ανωμαλίες σε σχέση με αυτές για τα μονογονιδιακά νοσήματα.
Υπάρχει ποσοστό λάθους;
Η ανάλυση ενός και μόνο κυττάρου για κάθε έμβρυο δεν έχει την ίδια ασφάλεια αποτελέσματος όπως όταν γίνεται προγεννητικός έλεγχος στο α΄ ή το β΄ τρίμηνο της κύησης (με βιοψία χοριονικών λαχνών ή με αμνιοκέντηση). Το ποσοστό λάθους της προεμφυτευτικής διάγνωσης, μετά από πολλές μελέτες, φαίνεται ότι είναι περίπου 5% και αυτό οφείλεται στη δυνατότητα και ευαισθησία των τεχνικών, οι οποίες δεν είναι το ίδιο ακριβείς στο επίπεδο του ενός κυττάρου, όσο είναι στο επίπεδο των 300.000 – 500.000 κυττάρων, τα οποία όμως θα μπορούσαμε να έχουμε μόνο μετά την εμφύτευση.
Προβληματισμοί
Κατά την κλινική εφαρμογή PGD αναδεικνύονται κάποια ηθικά διλήμματα και προβληματισμοί, όπως στις ακόλουθες περιπτώσεις:
Συμπερασματικά
Η PGD είναι μια πολύπλοκη και ιδιαίτερα ευαίσθητη διαδικασία, η οποία ανοίγει νέες προοπτικές στο χώρο της εξωσωματικής γονιμοποίησης, για την επίτευξη κυήσεων με γενετικά υγιή έμβρυα, τα οποία μάλιστα έχουν τη δυναμική να εμφυτευτούν και να οδηγήσουν σε εγκυμοσύνη με θετική έκβαση, αυξάνοντας τα ποσοστά επιτυχίας της IVF.
Η PGD έχει αυτή τη στιγμή μια πολύ σεβαστή θέση στο χώρο της προληπτικής ιατρικής και ο στόχος της εφαρμογής της δεν είναι να αντικαταστήσει την προγεννητική διάγνωση αλλά, σε ειδικές περιπτώσεις, να τη συμπληρώσει. Η PGD δίνει σήμερα ελπίδα σε ζευγάρια με βεβαρημένο ιστορικό κατά την αναπαραγωγική διαδικασία (υπογονιμότητα, πολλαπλές διακοπές κυήσεων μετά από προγεννητική διάγνωση ή συνύπαρξη σοβαρής ασθένειας της υποψήφιας μητέρας), και έχει βοηθήσει χιλιάδες οικογένειες στον κόσμο να γεννήσουν ένα υγιές παιδί.
Υπογονιμότητα
Επικοινωνήστε μαζί μας
Μαρτυρίες Ασθενών
Πολύ ευγενικός γιατρός, άμεση απάντηση σε οποιοδήποτε ερώτημα κι αν υπάρξει, πολύ καθαρός χώρος και σου προσαρμόζει τα ραντεβού την ώρα που μπορείς εσύ.
Ο γιατρός είναι ευσυνείδητος, υπομονετικός και άριστος στη δουλειά του. Τον συνιστώ ανεπιφύλακτα.
Πρότυπο ιατρείο, εξαιρετικός γιατρός. Μηδενικός χρόνος αναμονής, άμεση εξυπηρέτηση.